εφτάκοιλο

εφτάκοιλο
το
είδος σταφυλιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φτάκοιλο — το, Ν το εφτάκοιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτάκοιλο «ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μία φορά τον χρόνο», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • εφτάκοιλος — και εφτάκυλος, η, ο 1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο 2. πολύ γόνιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλι ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • φτάκοιλο — φτάκοιλο, το και φτακοίλι, το βλ. εφτάκοιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτακοίλι — το βλ. εφτάκοιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”